- πρόειμι
- (I)Α [εἶμι]1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.)2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.)3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» — συνεχίζοντας την ανάγνωση, Πλάτ.)4. πηγαίνω πρώτος («ἐγὼ οὐ σὲ μόνον ἐκέλευον ἀλλὰ πάντας προϊέναι», Ξεν.)5. (με γεν.) βαδίζω επικεφαλής, προπορεύομαι, προηγούμαι («προσέταξε τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι», Ηρόδ.)6. εξέρχομαι, βγαίνω («προϊέναι ἔξω τῆς φάλαγγος», Ξεν.)7. εμφανίζομαι δημόσια («ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι προϊέναι», πάπ.)8. εκπηγαζω, αναβλύζω από κάπου9. μεταβαίνω σε κάτι, αρχίζω κάτι άλλο («καὶ τοῡτο εἰς ἄπειρον πρόεσιν», Αριστοτ.)10. γίνομαι («τὸν μὲν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα», Λουκιαν.)11. (για ενέργεια) προοδεύω, επιτυγχάνω12. φρ. α) «τοῡ προϊόντος ἔτους» — τού τρέχοντος έτουςβ) «προϊούσης δὲ τής χώρης»(για το Δέλτα τού Νείλου) καθώς προχωρούσε, αυξανόταν η στεριά από τα ιζήματα, τις εναποθέσεις τού ποταμού.————————(II)ΜΑ [εἰμί]1. προϋπάρχω («ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῡσι θεμελίοις ἀρχαίοις», πάπ.)2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ προόντεςα) αυτοί που υπήρχαν στο παρελθόν και υπάρχουν ακόμη και τώρα («τῶν ἀνατιθεμένων ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀλεκτρυόνων τὸν ἀνατεθέντα οἱ προόντες ὀχεύουσι μέχρι ἂν ἄλλος ἀνατεθῇ», Αθήν.)β) αυτοί που μίλησαν προηγουμένως, οι προλαλήσαντες («τοῑς προοῡσι δίδωμι», πάπ.)3. (η μτχ. ουδ. μέλλ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προεσόμενααυτά που πρόκειται να ωφελήσουν4. φρ. α) «αἱ προοῡσαι τάξεις» — οι προηγούμενες τοποθεσίεςβ) «oἱ προόντες γεωργοί» — οι προηγούμενοι, οι παλαιότεροι γεωργοί.
Dictionary of Greek. 2013.